ἀποστόλου

ἀποστόλου
ἀπόστολος
messenger
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αποστόλου, Ηλέκτρα — (Αθήνα 1912 – 1944). Ηρωίδα της Εθνικής Αντίστασης. Συνδέθηκε νεότατη με το κομουνιστικό κίνημα και επί δικτατορίας Μεταξά υπέστη διώξεις. Μετά την είσοδο των κατακτητών συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος. Το… …   Dictionary of Greek

  • Αποστόλου, Λευτέρης — (Αθήνα 1903 – 1981). Ηγετική μορφή της ελληνικής Αριστεράς και αδελφός της ηρωίδας της Εθνικής Αντίστασης Ηλέκτρας Αποστόλου (βλ. λ.). Το 1941 υπέγραψε, εκ μέρους του ΚΚΕ, την ιδρυτική πράξη του ΕΑΜ. Μετά τον πόλεμο υπέστη διώξεις και τελικά… …   Dictionary of Greek

  • Αποστόλου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Νικόλαος. Καταγόταν από τις Σπέτσες. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Πήρε μέρος με το σκάφος του σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις. 2. Νικόλαος, Χατζή . Καταγόταν από την Αίνο. Πολέμησε ως επικεφαλής σώματος αγωνιστών… …   Dictionary of Greek

  • Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του θεολόγου, μονή — Γυναικείο ησυχαστήριο. Βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Αγία Παρασκευή και Σουρωτή, κοντά στα Βασιλικά, στον νομό Θεσσαλονίκης. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Κασσανδρείας. Στο μοναστήρι, που ιδρύθηκε το 1967, λειτουργεί εργαστήριο αγιογραφίας …   Dictionary of Greek

  • Αποστόλου Παύλου, δήμος — Νέος δήμος (8.579 κάτ.) του νομού Ημαθίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Διαβατού, Κουλούρας, Λυκόγιαννης, Μακροχωρίου και Νέας Νικομηδείας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… …   Dictionary of Greek

  • Αποστόλου Παύλου, μονή — Ανδρικό ησυχαστήριο στα Γεράνεια όρη του νομού Κορινθίας. Στο ησυχαστήριο λειτουργεί εργαστήριο αγιογραφίας. Ιδρύθηκε το 1970 και εξαρτάται από τη μητρόπολη Κορινθίας …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Αποστόλου Μάρκου, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στο Μαρκόπουλο της Αττικής. Εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (παλαιοημερολογίτες). Ιδρύθηκε το 1961. Στο μοναστήρι λειτουργεί εργαστήριο αγιογραφίας …   Dictionary of Greek

  • Христу, Петрос — Командир Петрос Христу Петрос …   Википедия

  • Ανδρέας (άγιος) — Αδελφός του Αποστόλου Πέτρου και ένας από τους 12 Αποστόλους. Καταγόταν από τη Βηθεσδά της Γαλιλαίας (Ιω. 1,44) και ήταν μαθητής του Ιωάννη του Προδρόμου, πριν γίνει μαθητής του Χριστού (Ιω. 1,40 εξ.). Ονομάζεται Πρωτόκλητος,γιατί ήταν από τους… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”